- ζερκός
- η , ό бесплодный, голый (о земле, местности)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζερκός — ο (για τόπο) άφορος, άγονος, γυμνός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. (πρβλ. ζόρκος)] … Dictionary of Greek